|
|
Ο Κώστας Οικονόμου
γεννήθηκε στη Κισσόνεργα το 1925. Τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής
τα πήρε στο Κολλέγιο Μόρφου (1943 - 1945) με δάσκαλο τον Α.
Διαμαντή. Συνέχισε το
Kings
Altred’s College
(1956 - 1957) στο Winchester
της Αγγλίας, όπου σπούδασε τέχνη και παιδαγωγικά, στο
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του University of London
(1972 - 1973) ενώ την ίδια περίοδο παρακολούθησε μαθήματα
ζωγραφικής στη St.
Martin’s School of
Art του Λονδίνου.
Ο Χρύσανθος Χρήστου, ιστορικός της τέχνης, ακαδημαϊκός αναφέρει
για το έργο του καλλιτέχνη:
«Ο Κώστας Οικονόμου ενδιαφέρεται για όλες τις θεματικές
περιοχές αλλά περισσότερο για την τοπιογραφία, και εργάζεται
τόσο το λάδι όσο και την υδατογραφία και τα ακρυλικά χρώματα στη
ζωγραφική, το λινόλεουμ, το χαλκό και το τσίγκο στη χαρακτική.
Στη γλυπτική χρησιμοποιεί τσιμέντο και πολυεστέρα που ανακατεύει
με χρώματα, καθώς και ψημένο πηλό και πέτρα στη μικρογλυπτική
του.
Δημιουργός που κράτησε πάντα την επαφή του με τη ζωή, έχει, στα
περισσότερα έργα του, αφετηρία το φυσικό χώρο. Χωρίς να θυσιάζει
άλλες θεματογραφικές περιοχές, δίνει τον καλύτερο εαυτό του στην
τοπιογραφία, σε προσπάθειες που διακρίνονται για μια νέα και
προσωπική ερμηνεία της οπτικής πραγματικότητας. Σε σχετικά
πρώιμες εργασίες του, προσωπογραφίες, εσωτερικά, μυθολογικά
θέματα και γυμνά, διαπιστώνει κανείς τη σχέση του με διάφορες
στυλιστικές τάσεις, από τον κυβισμό στον εξπρεσιονισμό και από
τον ιδεαλισμό σε τύπους των φωβιστών. Με έμφαση άλλοτε στο ρόλο
της γραμμής και άλλοτε στο ρόλο του χρώματος έχει δώσει έργα στα
οποία αποκαλύπτονται οι κάθε κατηγορίας αναζητήσεις του.
Κυβιστικά στοιχεία χρησιμοποιεί σε έργα του όπως το Αγόρι που
διαβάζει (1962), εξπρεσιονιστικά στα γυμνά, ιδεαλιστικούς τύπους
στα μυθολογικά του θέματα, και φωβιστικά σε εσωτερικά του.
Άλλα, παρά το γεγονός ότι και σε ώριμες και όψιμες προσπάθειες
του θα χρησιμοποιήσει ανάλογα στοιχεία, στην τοπιογραφία του
σχετικά νωρίς φαίνεται ότι επηρεάζεται από τις κατακτήσεις της
ζωγραφικής του
P.
Cézanne.
Σε ελαιογραφίες, αλλά περισσότερο σε υδατογραφίες του,
κατορθώνει να δώσει μια ποιητική ερμηνεία της οπτικής
πραγματικότητας, με την αξιοποίηση τόσο ιμπρεσιονιστικών όσο και
μεταϊμπρεσιονιστικών τύπων. Έτσι, διατηρεί τον καθοριστικό ρόλο
του φωτός που διαλύει τα περιγράμματα σε ορισμένα τμήματα του
πίνακα, ενώ παράλληλα τονίζει το χρώμα ως ογκομετρική αξία και
κατορθώνει να εκφράσει το ουσιαστικό περιεχόμενο του θέματός
του. Χωρίς να περιορίζεται στα εξωτερικά στοιχεία του φυσικού
χώρου που τον ενδιαφέρει, και με την έμφαση στις καθαρά
ζωγραφικές αξίες δίνει το εσωτερικό πρόσωπο και το διαχρονικό
χαρακτήρα του τοπίου. Σε μερικές περιπτώσεις, όταν εντάσσει και
την ανθρώπινη μορφή στο φυσικό χώρο, προκύπτουν σύνολα στα οποία
επικρατεί μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που παρασύρει το θεατή. Στη
χαρακτική του βασίζεται περισσότερο στο εξπρεσιονιστικό
λεξιλόγιο, ενώ στη
γλυπτική του χρησιμοποιεί στοιχεία από διάφορες κατευθύνσεις.
Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές (Δημοτικό Μέγαρο,
Πάφος, 1962: «Απόφαση» Λευκωσία, 1963: «Ζυγός» Λευκωσία,, 1980:
«Κοχλίας» Λευκωσία, 1981: «Gloria»
Λευκωσία, 1985, 1990: «Ώρα» Λευκωσία, 1988: «Κύκλος» Πάφος,
1991: «Αποκάλυψη» Λευκωσία, 1991: «Αποκάλυψη», Λευκωσία 1996:
«Κυπριακή Γωνιά», Λάρνακα, 1996 και 2001: «Σινέ Στούντιο»,
Λευκωσία 1997, «Αργώ», Λευκωσία, 2001: «Κύκλος» Πάρος, 2003 και
έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις (Πανελλήνιες 1967, 1971:
Κυπριακή Τέχνη, Πράγα, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Σόφια,
1981-1982: Art Chypriote Contemporain,
Παρίσι 1983: Παγκύπρια 1986: Κύπριοι Καλλιτέχνες, Μόσχα 1989:
Σύγχρονη Κυπριακή Τέχνη, Κουβέιτ, Κίνα, 1990 κ.ά). «Εικαστικό
Οδοιπορικό», Λευκωσία, 1995: «Επαναστάσεις», δεκαετίες 50, 60,
70, Λευκωσία 1997:
«Φώτα και Σκιές» Πανόραμα Ελληνικής Χαρακτικής, Λευκωσία
και Αθήνα, 2001: «Νεοκύπριοι καλλιτέχνες στα χρόνια της
Κυπριακής Δημοκρατίας 19966-1974», Λευκωσία, 2002.
Έργα του βρίσκονται στην Κρατική Πινακοθήκη Λευκωσίας, στις
Πινακοθήκες Δήμου Πάφου, Δήμου Κέρκυρας, Λετονίας, Βουλγαρίας
κ.ά. Γλυπτά του βρίσκονται σε δημόσιους χώρους (ανάγλυφο στο Β΄
Δημοτικό Σχολείο Λεμεσού, Ηρώο Πεσόντων, κοινότητα Τσάδας,
Πάφος).
Έχει δημοσιεύσει κείμενα με διάφορα θέματα και έχει προλογίσει
καταλόγους ομοτέχνων του. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός
καλλιτεχνικών μαθημάτων. Είναι ιδρυτικό μέλος και έχει
διατελέσει και αντιπρόεδρος του Ε.ΚΑ.ΤΕ. Κύπρου και άλλων
συλλόγων».
«Αν
προσπαθούσα να συμπυκνώσω σε μερικά χαρακτηριστικά τη δουλειά του
Κώστα Οικονόμου, θα έλεγα ότι το έργο του χαρακτηρίζεται από μεγάλη
παραγωγικότητα, και από έλλειψη δογματισμού. Η παραγωγικότητα του
εύκολα διαπιστώνεται από τον μεγάλο αριθμό αξιόλογων έργων που
περιλαμβάνει η παρούσα έκθεση, τα οποία καλύπτουν έξι δεκαετίες, και
τα οποία, με εξαίρεση μερικών από τα πιο πρόσφατα, δεν είχαν ως τώρα
εκτεθεί δημόσια.
Αυτό
που ονομάζω «έλλειψη δογματισμού» διαπιστώνεται εξ’ ίσου εύκολα, από
όσους γνωρίζουν έστω και μερικώς το έργο του. Από τη μια, η
ενασχόλησή του με ευρεία γκάμα υλικών και τεχνικών: υδατογραφία,
λάδι, ακρυλικό, παστέλ, μολύβια και μελάνι στη ζωγραφική, μονοτυπία,
χαλκός, τσίγκος και λινολεοτυπία στη χαρακτική, γλυπτική – κυρίως
ανάγλυφη – και κεραμική. Δείγματα από μερικές από τις παραπάνω
εκφάνσεις της τέχνης του, έχουμε στη καινούρια αυτή έκθεση.
Από
την άλλη, ο «αδογματισμός» του Κώστα Οικονόμου διαπιστώνεται από τη
δημιουργική αφομοίωση σειράς επιρροών και ιδιωμάτων από την ιστορία
της νεώτερης δυτικής ζωγραφικής, τα οποία ο καλλιτέχνης εμπότισε με
σαφή Κυπριακό χαρακτήρα.
Πριν
από τρεις περίπου δεκαετίες ο Ελλαδίτης ακαδημαϊκός Χρύσανθος
Χρήστου έγραψε ότι στο σύνολο της σύγχρονης κυπριακής τέχνης
διαπιστώνεται «απουσία κάθε ακαδημαϊκής επίδρασης», καθώς και «η
δυνατότητα των δημιουργών της να μεταφέρουν σε περισσότερο
προσωπικές διατυπώσεις όλες τις ξένες γνωριμίες τους». Πρόσθεσε ότι
στην Κυπριακή τέχνη έχουμε «όλα τα χαρακτηριστικά των μεγάλων
ρευμάτων» της παγκόσμιας τέχνης, αλλά και «μια σειρά από ανεξάρτητες
και προσωπικές κατακτήσεις». Πιστεύω ότι από τα πιο «τυπικά» και
περιεκτικά παραδείγματα – σε ατομικό επίπεδο καλλιτεχνών – του πιο
πάνω χαρακτηρισμού της Κυπριακής τέχνης, αποτελεί το σύνολο του
έργου του Κώστα Οικονόμου.
Στην
τέχνη του, αναφορές στις τοπογραφικές σχολές του 19ου
αι., στον Ιμπρεσιονισμό, όσο και σε μεταϊμπρεσιονιστικές τάσεις –
όπως στην τοπιογραφία του Σεζάν – συνδυάζονται δημιουργικά με
χαρακτηριστικά από πρώιμα μοντερνιστικά κινήματα του 20ού αι. – όπως
ο Φοβισμός και ο Εξπρεσιονισμός. Τα τελευταία είναι ιδιαίτερα εμφανή
και στις προσωπογραφίες του Οικονόμου, καθώς και στη χαρακτική του.
Αυτό το βασικό πλαίσιο, στο οποίο τοποθετείται το μεγαλύτερο μέρος
του έργου του, δεν τον εμποδίζει όμως από το να αφομοιώσει και να
πειραματιστεί με νεώτερες διαδικασίες και υλικά, όπως, για
παράδειγμα, τα ανάγλυφα από τσιμέντο – «εφεύρεση», όπως ο ίδιος λέει,
του Χριστόφορου Σάββα.
Οι
πλείστοι σχολιαστές της δουλειάς του Οικονόμου συμφωνούν ότι το
συναρπαστικότερο μέρος του έργου του αποτελούν οι υδατογραφίες.
Πολλά έχουν ειπωθεί για την εξαιρετική απόδοση χρώματος και φωτός
στις ακουαρέλες του.
Σημαντικότεροι, πιστεύω, παράγοντες που καθιστούν τον Οικονόμου τον
σημαντικότερο μας υδατογράφο, είναι τόσο η μακροχρόνια και
συστηματική ενασχόλησή του με το είδος αυτό, όσο και, κυρίως, η
διαπραγμάτευση του υλικού με τρόπο που αναδεικνύει τη «φύση» και τις
ιδιότητες του.
Γι’
αυτό, εξάλλου, η συστηματική εφαρμογή, εκ μέρους του, της ζωγραφικής
σε βρεγμένο χαρτί, έχει παραγάγει τα συναρπαστικότερα ίσως δείγματα
ακουαρέλας, με το σμίξιμο των χρωματικών επιφανειών, και τη μεγάλη
γκάμα αποχρώσεων, ακριβώς επειδή τονίζεται ακόμα περισσότερο η φύση
και οι ιδιότητες του υλικού της υδατογραφίας.
Ακόμα
και σε ένα αριθμό έργων, της παρούσας έκθεσης, όπου παλαιότερες
υδατογραφίες έχουν ξαναδουλευτεί με τη μέθοδο της μονοτυπίας, το
αποτέλεσμα είναι εξίσου ενδιαφέρον και απολαυστικό, γιατί κι οι δύο
τεχνικές έχουν διαπραγματευτεί με τρόπο πιστό στις ιδιότητες των
υλικών και των μεθόδων αυτών.
Γενικά, τόσο αυτές οι υδατογραφίες-μονοτυπίες, όσο
και οι υπόλοιπες υδατογραφίες, οι ελαιογραφίες, τα σκίτσα και τα
χαρακτικά έργα αυτής της έκθεσης, αποτελούν εξαιρετικά δείγματα μιας
παράδοσης που επιμένει να παράγει έργα τα οποία λειτουργούν, σε
σχέση με τον θεατή, στο επίπεδο της ατομικής, αισθητικής απόλαυσης
κα ευχαρίστησης. Όσοι συνεχίζουν να προσεγγίζουν την τέχνη μέσα σ’
αυτό το πλαίσιο, κόντρα στη μεταμοντέρνα, ιδεολογική αντίληψη που
θεωρεί τέτοιου είδους επαφή με το έργο τέχνης ως παραχωρημένη,
σίγουρα θα αντλήσουν μεγάλη απόλαυση από τα έργα της παρούσας
έκθεσης».
Δρ. Αντώνης Δανός |
|
|
|
|
Born in Kissonerga
(Pafos) 1925.
Studies: Teachers’ Training College, (Morphou), King Alfred’s
College (Winchester, England) London University (Art Department of
Institute of Education), St. Martin’s School of Art (London).
He
has taught Art in primary and secondary schools of Cyprus and
has served as an Inspector of Art in Primary Education.
He is
mainly a painter but he does a lot of engravings and sculptures.
In painting he works in oils, acrylics and his favourite
water-colours.
His
works are included in public and private collection in Cyprus
and abroad (State Collection of Contemporary Art, Makarios
Foundation Collection; Paphos, Larnaca and Corju Municipalities
Collections, Smolyan State Gallery etc, Monumental works
(reliefs and murals, can be found in schools, banks, churches
and private houses).
Exhibitions:
He
has held 16 solo exhibitions (in Pafos, Nicosia, Limassol and
Larnaca).
He
has participated in numerous group exhibitions. Many Pan-Cyprian
Shows, Pan-Hellenic Exhibitions (1965,1971), Touring Exhibition
of Contemporary Cypriot Art in countries of Eastern Europe
(1971-72), Contemporary Cypriot Art Hamburg (1974), Paris
(1983), Athens (1987), Moscow (1989), Kuwait (1990), China
(1990), Lights and Shades – Panorama of Greek Engraving, Nicosia
Municipal Centre and Athens National Gallery (2000), Revolutions
50’s, 60’s, 70’s, Municipal Art Centre (1997), Young Cypriot
Artists 1960-74, Municipal Art Centre (2002).
Cypriot Engraving – Bulgaria (1978), India (1981), Brisbane
Australia (1982), China (1983), Cuba (1984).
If I were to give, in
just a few words, the stigma of Kostas Economou’s oeuvre, I would
mention his great productivity – which has not undermined the
quality of his works – and the absence of dogmatism. The former is
easily realised by the large number of good works shown in the
current exhibition, that spans six decades (late ’40s till now),
almost none of which have been publicly exhibited before.
What I consider
Economou’s absence of “dogmatism” concerns, on one hand, his
preoccupation with a broad range of techniques and materials, and,
on the other hand, his creative assimilation of a number of
influences and idioms, from the history of western art.
In his works, references
to 19th-c. landscape schools, to Impressionism, as well
as to post-Impressionist expressions (such as Cézanne’s landscapes),
meet with early 20th-c. modernisms, such as Fauvism and
Expressionism.
Such influences,
however, have not kept Economou from experimenting with later
materials and techniques, such as in his cement relief sculptures –
an “invention”, as he admits, of Christoforos Savva.
I believe that
Economou’s watercolours as the most fascinating aspect of his
oeuvre. I consider him to be the most important aquarellist in
Cyprus; the reasons for this are his long preoccupation with the
specific genre, and, most importantly, his negotiation of it in such
a way, that the qualities and “nature” of the material and method
are best demonstrated. His method, especially, of painting on “wet”
paper, has produced fascinating results, precisely because the
character of watercolour is further emphasised.
In general, all of the
works in the current exhibition, aquarelles, oils, drawings and
etchings, are products of a tradition that insists on producing
works that function – in relation to the viewer – on the level of
individual, aesthetic enjoyment and satisfaction. Anyone who still
approaches art within this framework – despite post-modern,
ideological reaction against such interaction with art – are bound
to derive a lot of pleasure out of the works in Economou’s show.
Dr Antonis Danos |
|
|